συγκατακτήσασθαι

συγκατακτήσασθαι
συγκατακτάομαι
join with
aor inf mp (attic ionic)
συγκατακτάομαι
join with
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκατακτώμαι — άομαι, Α [κατακτῶμαι] 1. κυριεύω, κατακτώ κάτι μαζί με άλλον («τὴν δὲὲ νῆσον ὡμολόγησαν αὐτῷ συγκατακτήσασθαι», Διόδ.) 2. αποκτώ εξ ολοκλήρου κάτι μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”